- ἠμφισβητημένως
- ἠμφισβητημένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass., ([etym.] ἀμφισβητέω)A in a questionable manner, [διαλέκτους] προσφέρεσθαι dub. in Phld.Rh.Supp.p.56 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημφισβητημένως — ἠμφισβητημένως (Α) επίρρ. κατά τρόπο αμφισβητήσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημφισβητημένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. αμφισβητούμαι] … Dictionary of Greek